Δείτε επίσης: ακολασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκολασία < ἀ- στερητικό + κολάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀκολασία θηλυκό

  1. η ατιμωρησία
  2. η έλλειψη σωφροσύνης
  3. η ακολασία