Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταλόγιαστος η ακαταλόγιαστη το ακαταλόγιαστο
      γενική του ακαταλόγιαστου της ακαταλόγιαστης του ακαταλόγιαστου
    αιτιατική τον ακαταλόγιαστο την ακαταλόγιαστη το ακαταλόγιαστο
     κλητική ακαταλόγιαστε ακαταλόγιαστη ακαταλόγιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταλόγιαστοι οι ακαταλόγιαστες τα ακαταλόγιαστα
      γενική των ακαταλόγιαστων των ακαταλόγιαστων των ακαταλόγιαστων
    αιτιατική τους ακαταλόγιαστους τις ακαταλόγιαστες τα ακαταλόγιαστα
     κλητική ακαταλόγιαστοι ακαταλόγιαστες ακαταλόγιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαταλόγιαστος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ka.taˈlo.ʝa.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐τα‐λό‐γι‐α‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαταλόγιαστος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία