ακαταίσχυντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαταίσχυντος < μεσαιωνική ελληνική ἀκαταίσχυντος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kaˈte.sxin.dos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐ταί‐σχυ‐ντος
Επίθετο
επεξεργασίαακαταίσχυντος, -η, -ο
- που δεν έχει εξευτελιστεί, που δεν έχει την ιδιότητα του επονείδιστου
Μεταφράσεις
επεξεργασία ακαταίσχυντος
|