ακήρυκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακήρυκτος < αρχαία ελληνική ἀκήρυκτος
Επίθετο επεξεργασία
ακήρυκτος, -η, -ο και ακήρυχτος
- που δεν έχει κηρυχθεί επισήμως -συνήθως για πόλεμο ή διαμάχες
ακήρυκτος, -η, -ο και ακήρυχτος