Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αισωπικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αισωπικ
ός
η
αισωπικ
ή
το
αισωπικ
ό
γενική
του
αισωπικ
ού
της
αισωπικ
ής
του
αισωπικ
ού
αιτιατική
τον
αισωπικ
ό
την
αισωπικ
ή
το
αισωπικ
ό
κλητική
αισωπικ
έ
αισωπικ
ή
αισωπικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αισωπικ
οί
οι
αισωπικ
ές
τα
αισωπικ
ά
γενική
των
αισωπικ
ών
των
αισωπικ
ών
των
αισωπικ
ών
αιτιατική
τους
αισωπικ
ούς
τις
αισωπικ
ές
τα
αισωπικ
ά
κλητική
αισωπικ
οί
αισωπικ
ές
αισωπικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αισωπικός
<
Αίσωπος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αισωπικός, -ἠ, -ό
άλλη μορφή
του
αισώπειος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
Αίσωπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αισωπικός
→
δείτε
τη λέξη
αισώπειος