↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιματουρικός η αιματουρική το αιματουρικό
      γενική του αιματουρικού της αιματουρικής του αιματουρικού
    αιτιατική τον αιματουρικό την αιματουρική το αιματουρικό
     κλητική αιματουρικέ αιματουρική αιματουρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιματουρικοί οι αιματουρικές τα αιματουρικά
      γενική των αιματουρικών των αιματουρικών των αιματουρικών
    αιτιατική τους αιματουρικούς τις αιματουρικές τα αιματουρικά
     κλητική αιματουρικοί αιματουρικές αιματουρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιματουρικός < αιματουρ(ία) + -ικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ma.tu.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐μα‐του‐ρι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

αιματουρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία