↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιματοπότιστος η αιματοπότιστη το αιματοπότιστο
      γενική του αιματοπότιστου της αιματοπότιστης του αιματοπότιστου
    αιτιατική τον αιματοπότιστο την αιματοπότιστη το αιματοπότιστο
     κλητική αιματοπότιστε αιματοπότιστη αιματοπότιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιματοπότιστοι οι αιματοπότιστες τα αιματοπότιστα
      γενική των αιματοπότιστων των αιματοπότιστων των αιματοπότιστων
    αιτιατική τους αιματοπότιστους τις αιματοπότιστες τα αιματοπότιστα
     κλητική αιματοπότιστοι αιματοπότιστες αιματοπότιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιματοπότιστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

αιματοπότιστος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει ποτιστεί με αίμα
  2. (μεταφορικά) του οποίου η πραγματοποίηση έχει απαιτήσει μεγάλες θυσίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία