Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιθερικός η αιθερική το αιθερικό
      γενική του αιθερικού της αιθερικής του αιθερικού
    αιτιατική τον αιθερικό την αιθερική το αιθερικό
     κλητική αιθερικέ αιθερική αιθερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιθερικοί οι αιθερικές τα αιθερικά
      γενική των αιθερικών των αιθερικών των αιθερικών
    αιτιατική τους αιθερικούς τις αιθερικές τα αιθερικά
     κλητική αιθερικοί αιθερικές αιθερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιθερικός < αιθέρας + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

αιθερικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον αιθέρα ή αναφέρεται σ' αυτόν

  Μεταφράσεις επεξεργασία