Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αιθερικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αιθερικ
ός
η
αιθερικ
ή
το
αιθερικ
ό
γενική
του
αιθερικ
ού
της
αιθερικ
ής
του
αιθερικ
ού
αιτιατική
τον
αιθερικ
ό
την
αιθερικ
ή
το
αιθερικ
ό
κλητική
αιθερικ
έ
αιθερικ
ή
αιθερικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αιθερικ
οί
οι
αιθερικ
ές
τα
αιθερικ
ά
γενική
των
αιθερικ
ών
των
αιθερικ
ών
των
αιθερικ
ών
αιτιατική
τους
αιθερικ
ούς
τις
αιθερικ
ές
τα
αιθερικ
ά
κλητική
αιθερικ
οί
αιθερικ
ές
αιθερικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αιθερικός
<
αιθέρας
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
αιθερικός, -ή, -ό
που έχει σχέση με τον
αιθέρα
ή αναφέρεται σ' αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιθερικός
αγγλικά
:
aetheric
(en)