↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αθειάφιστος η αθειάφιστη το αθειάφιστο
      γενική του αθειάφιστου της αθειάφιστης του αθειάφιστου
    αιτιατική τον αθειάφιστο την αθειάφιστη το αθειάφιστο
     κλητική αθειάφιστε αθειάφιστη αθειάφιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αθειάφιστοι οι αθειάφιστες τα αθειάφιστα
      γενική των αθειάφιστων των αθειάφιστων των αθειάφιστων
    αιτιατική τους αθειάφιστους τις αθειάφιστες τα αθειάφιστα
     κλητική αθειάφιστοι αθειάφιστες αθειάφιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αθειάφιστος < α- στερητικό + θειαφίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αθειάφιστος, -η, -ο

  • που δεν τον έχουν ραντίσει με θειάφι

  Μεταφράσεις

επεξεργασία