Δείτε επίσης: αερόστρωμνο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερόστρωμα τα αεροστρώματα
      γενική του αεροστρώματος των αεροστρωμάτων
    αιτιατική το αερόστρωμα τα αεροστρώματα
     κλητική αερόστρωμα αεροστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αερόστρωμα < αερό- + στρώμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική air mattress (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.eˈɾo.stro.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρό‐στρω‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αερόστρωμα ουδέτερο

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αερόστρωμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)