αεροψύκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααεροψύκτης αρσενικό
- (νεολογισμός) συσκευή ή κατασκευή που ψύχει χρησιμοποιώντας αέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεροψύκτης
|
Δείτε επίσης : αερόψυκτος |
αεροψύκτης αρσενικό
|