αεροβασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αεροβασία < αρχαία ελληνική ἀεροβάτης, αναλύεται αερο- + -βασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααεροβασία θηλυκό
- (κυριολεκτικά) το βάδισμα στον αέρα
- η ονειροπόληση, η απομάκρυνση από την πραγματικότητα