αεραθλητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αεραθλητικός < αεραθλητ(ισμός) + -ικός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.e.ɾa.θli.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρα‐θλη‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίααεραθλητικός, -ή, -ό
- (αεροπορικός όρος) σχετικός με τον αεραθλητισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αεραθλητικός
|