αδιαμαρτύρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιαμαρτύρητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααδιαμαρτύρητος, -η, -ο
- αυτός που δεν διατυπώνει ή δεν εκφράζει διαμαρτυρία ή παράπονο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιαμαρτύρητος