↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγρόπολη οι αγροπόλεις
      γενική της αγρόπολης* των αγροπόλεων
    αιτιατική την αγρόπολη τις αγροπόλεις
     κλητική αγρόπολη αγροπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγροπόλεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγρόπολη < αγρ(ός) + -ό- + πόλη, απόδοση για την αγγλική garden city.
αγγλικός όρος που επινόησε ο πολεοδόμος και μεταρρυθμιστής Εμπενήζερ Χάουαρντ, στα τέλη του 19ου αι σε ελληνική απόδοση από τον σοσιαλιστή Πλάτωνα Δρακούλη. Δείτε και κηπούπολη, αλσεούπολη.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγρόπολη θηλυκό

  • (πολεοδομία) αυτάρκης οικιστική μονάδα, με αυξημένους χώρους πρασίνου, καθορισμένους τομείς διαβίωσης και παραγωγικής δραστηριότητας, που περιβάλλεται από αγροτική ζώνη
    ※  Είνε χαρακτηριστικόν της αγροπόλεως γνώρισμα ο συνδυασμός των αγροτικών μετά των αστικών δράσεων. Προς θεμελίωσιν της αγροπόλεως απαιτείται ωρισμένον σχέδιον προνοούν δια τας ανάγκας της βιομηχανίας και της γεωργίας, δια την ευημερίαν εκάστου κατοίκου, δια την ανάδειξιν των καλλονών της φύσεως και της τέχνης […]
    Πλάτων Ε. Δρακούλης, «Γέννεσις αγροπόλεων», περ. Νέα Εποχή 65 (20 Δεκ. 1925), σ. 379.
    ※  Τόσες ουτοπίες, τόσες ευτοπίες, τόσα πειράματα … αγροπόλεις, συνεταιριστικοί οικισμοί πρώιμης οικολογικής οπτικής και αυτοδιαχειριστικής προοπτικής που επιχειρήθηκε να κατασκευαστούν μακριά από τις πόλεις σε ανεκμετάλλευτες αγροτικές περιοχές, κυρίως σε Αγγλία, Αυστρία και Βόρεια Αμερική […]
    από την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Φούντα Αναρχικό λεξικό, τόμ. Α΄ (2014) στον ιστότοπο anarkismo.net (7 Αυγ. 2015).

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • προγενέστερη απόδοση του αγγλικού όρου από τον Πλ. Δρακούλη ήταν η αλσεούπολη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία