ευτοπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευτοπία | οι | ευτοπίες |
γενική | της | ευτοπίας | των | ευτοπιών |
αιτιατική | την | ευτοπία | τις | ευτοπίες |
κλητική | ευτοπία | ευτοπίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευτοπία < ευ- + -τοπία (καλός τόπος) < ουτοπία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαευτοπία θηλυκό
- (νεολογισμός) εφικτός ή υπαρκτός τόπος και τρόπος καλής συμβίωσης, σε αντίθεση με την ουτοπία, τον ανύπαρκτο τόπο ιδανικής συμβίωσης
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ευτοπία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)