↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγροτοποιμενικός η αγροτοποιμενική το αγροτοποιμενικό
      γενική του αγροτοποιμενικού της αγροτοποιμενικής του αγροτοποιμενικού
    αιτιατική τον αγροτοποιμενικό την αγροτοποιμενική το αγροτοποιμενικό
     κλητική αγροτοποιμενικέ αγροτοποιμενική αγροτοποιμενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγροτοποιμενικοί οι αγροτοποιμενικές τα αγροτοποιμενικά
      γενική των αγροτοποιμενικών των αγροτοποιμενικών των αγροτοποιμενικών
    αιτιατική τους αγροτοποιμενικούς τις αγροτοποιμενικές τα αγροτοποιμενικά
     κλητική αγροτοποιμενικοί αγροτοποιμενικές αγροτοποιμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγροτοποιμενικός < αγροτο- + ποιμεν(ας) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αγροτοποιμενικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία