αγροληπτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγροληπτικός < αγρολήπτης + -ικός < αγρός + λαμβάνω
Επίθετο
επεξεργασίααγροληπτικός
- που έχει σχέση με τον αγρολήπτη ή αναφέρεται σ' αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη αγρολήπτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγροληπτικός
|