αγδίκιωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασία- αγδίκιωτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγδίκιωτος. Δείτε και τη μεσαιωνική λέξη ἀγδίκητος.
Επίθετο
επεξεργασίααγδίκιωτος
- (λαϊκότροπο) που πήρε εκδίκηση
- ατιμώρητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγδίκιωτος
|