πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγγειοχειρούργος οι αγγειοχειρούργοι
      γενική του/της αγγειοχειρούργου των αγγειοχειρούργων
    αιτιατική τον/την αγγειοχειρούργο τους/τις αγγειοχειρούργους
     κλητική αγγειοχειρούργε αγγειοχειρούργοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειοχειρούργος < αγγειο- + χειρούργος[1]
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.çiˈɾuɾ.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγειοχειρούργος

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγειοχειρούργος αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία