αγγειοδερματίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοδερματίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική angiodermatitis < αρχαία ελληνική ἀγγεῖον + δέρμα δερματ- + -ῖτις. Αναλύεται σε αγγειο- + (δέρμα) δερματ- + -ίτιδα (δερματίτιδα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγειοδερματίτιδα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοδερματίτιδα