Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δερματίτιδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δερματίτιδ
α
οι
δερματίτιδ
ες
γενική
της
δερματίτιδ
ας
των
δερματιτίδ
ων
&
δερματίτιδ
ων
αιτιατική
τη
δερματίτιδ
α
τις
δερματίτιδ
ες
κλητική
δερματίτιδ
α
δερματίτιδ
ες
Κατηγορία
όπως «
σάλπιγγα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δερματίτιδα
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
γαλλική
dermatite
(
δέρμα
+
-ίτις
/
-ίτιδα
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δερματίτιδα
θηλυκό
φλεγμονή της
επιδερμίδας
Συνώνυμα
επεξεργασία
έκζεμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δερματίτιδα
αγγλικά
:
dermatitis
(en)
ισπανικά
:
dermatitis
(es)
πολωνικά
:
zapalenie skóry
(pl)