Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγαρδίτης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
αγαρδίτης
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αγαρδίτ
ης
οι
αγαρδίτ
ες
γενική
του
αγαρδίτ
η
των
αγαρδιτ
ών
αιτιατική
τον
αγαρδίτ
η
τους
αγαρδίτ
ες
κλητική
αγαρδίτ
η
αγαρδίτ
ες
Κατηγορία
όπως «
ναύτης
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγαρδίτης
<
(
άμεσο δάνειο
)
αγγλική
agardite
< Jules Agard (
Γάλλος
γεωλόγος
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγαρδίτης
αρσενικό
(
ορυκτολογία
)
ένυδρο
ορυκτό
που αποτελείται από
χαλκό
και σπάνιες γαίες, κυρίως
δημήτριο
και
ύττριο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αγαρδίτης
στη
Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγαρδίτης
αγγλικά
:
agardite
(en)