ίσχαση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίσχαση | οι | ισχάσεις |
γενική | της | ίσχασης* | των | ισχάσεων |
αιτιατική | την | ίσχαση | τις | ισχάσεις |
κλητική | ίσχαση | ισχάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ισχάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίσχαση < ισχάζω + -ση < αρχαία ελληνική ἴσχω < ἔχω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίσχαση θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η πόντιση της μεγάλης άγκυρας με τη βοήθεια της ισχάδας
Συγγενικά
επεξεργασία- ισχάδα
- ισχαδόδεσμος
- ισχάζω
- → δείτε τη λέξη έχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ίσχαση
|