έφαψη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έφαψη | οι | εφάψεις |
γενική | της | έφαψης* | των | εφάψεων |
αιτιατική | την | έφαψη | τις | εφάψεις |
κλητική | έφαψη | εφάψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφάψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έφαψη < αρχαία ελληνική ἔφαψις < ἐφπτομαι < ἐπί + ἅπτω
Ουσιαστικό επεξεργασία
έφαψη θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έφαψη
|