έξεργο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έξεργο | τα | έξεργα |
γενική | του | έξεργου | των | έξεργων |
αιτιατική | το | έξεργο | τα | έξεργα |
κλητική | έξεργο | έξεργα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
έξεργο ουδέτερο
- (τέχνη) καλλιτέχνημα που προεξέχει (αρκετά) από την υπόλοιπη επιφάνεια
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη έργο
Μεταφράσεις επεξεργασία
έξεργο