Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένστικτος η ένστικτη το ένστικτο
      γενική του ένστικτου της ένστικτης του ένστικτου
    αιτιατική τον ένστικτο την ένστικτη το ένστικτο
     κλητική ένστικτε ένστικτη ένστικτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένστικτοι οι ένστικτες τα ένστικτα
      γενική των ένστικτων των ένστικτων των ένστικτων
    αιτιατική τους ένστικτους τις ένστικτες τα ένστικτα
     κλητική ένστικτοι ένστικτες ένστικτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ένστικτος < ένστικτ(ο) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

ένστικτος, -η, -ο

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία