ενστίκτως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενστίκτως < ένστικτ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαενστίκτως
- χρησιμοποιώντας το ένστικτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενστίκτως
→ δείτε τη λέξη ενστικτωδώς |
ενστίκτως
→ δείτε τη λέξη ενστικτωδώς |