Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ένσπερμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ένσπερμ
ος
η
ένσπερμ
η
το
ένσπερμ
ο
γενική
του
ένσπερμ
ου
της
ένσπερμ
ης
του
ένσπερμ
ου
αιτιατική
τον
ένσπερμ
ο
την
ένσπερμ
η
το
ένσπερμ
ο
κλητική
ένσπερμ
ε
ένσπερμ
η
ένσπερμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ένσπερμ
οι
οι
ένσπερμ
ες
τα
ένσπερμ
α
γενική
των
ένσπερμ
ων
των
ένσπερμ
ων
των
ένσπερμ
ων
αιτιατική
τους
ένσπερμ
ους
τις
ένσπερμ
ες
τα
ένσπερμ
α
κλητική
ένσπερμ
οι
ένσπερμ
ες
ένσπερμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ένσπερμος
<
ελληνιστική κοινή
ἔνσπερμος
Επίθετο
επεξεργασία
ένσπερμος
(
βοτανική
) που
(περι)
έχει
σπέρματα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ενσπέρματος
σποριασμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ένσπερμος