ενσπέρματος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενσπέρματος < ελληνιστική κοινή ἐνσπέρματος
Επίθετο
επεξεργασίαενσπέρματος
- (βοτανική) άλλη μορφή του ένσπερμος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σπέρμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενσπέρματος
|