άφαγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άφαγος | η | άφαγη | το | άφαγο |
γενική | του | άφαγου | της | άφαγης | του | άφαγου |
αιτιατική | τον | άφαγο | την | άφαγη | το | άφαγο |
κλητική | άφαγε | άφαγη | άφαγο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άφαγοι | οι | άφαγες | τα | άφαγα |
γενική | των | άφαγων | των | άφαγων | των | άφαγων |
αιτιατική | τους | άφαγους | τις | άφαγες | τα | άφαγα |
κλητική | άφαγοι | άφαγες | άφαγα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άφαγος < (ελληνιστική κοινή) ἄφαγος, μορφολογικά αναλύεται ά- + -φαγος
Επίθετο
επεξεργασίαάφαγος, -η, -ο
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία άφαγος
|