άτμιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άτμιση | οι | ατμίσεις |
γενική | της | άτμισης* | των | ατμίσεων |
αιτιατική | την | άτμιση | τις | ατμίσεις |
κλητική | άτμιση | ατμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ατμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
άτμιση θηλυκό
- η παραγωγή ατμών και η διοχέτευσή τους σε ένα αντικείμενο
- (νεολογισμός) το άτμισμα («κάπνισμα» ηλεκτρονικού τσιγάρου)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
άτμιση
|