Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατμίζω < αρχαία ελληνική ἀτμίζω, σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική vape

  Ρήμα επεξεργασία

ατμίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία