Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άτμισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
άτμισμα
τα
ατμίσμα
τ
α
γενική
του
ατμίσμα
τ
ος
των
ατμισμά
τ
ων
αιτιατική
το
άτμισμα
τα
ατμίσμα
τ
α
κλητική
άτμισμα
ατμίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
άτμισμα
<
ατμίζω
+
-μα
((
μεταφραστικό δάνειο
)
αγγλική
vape
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άτμισμα
ουδέτερο
(
νεολογισμός
) το «
κάπνισμα
» ηλεκτρονικού
τσιγάρου
Είναι το
άτμισμα
μια καλύτερη εναλλακτική σε σύγκριση με το
κάπνισμα
; Οι απόψεις των ειδικών διίστανται -και η διάσταση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη καθώς δεν έχουμε μακροπρόθεσμα στοιχεία ασφαλείας του e-τσιγάρου στα χέρια μας.
(
*
)
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ατμίζω
και
ατμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άτμισμα
αγγλικά
:
vaping
(en)