Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άτμισμα τα ατμίσματα
      γενική του ατμίσματος των ατμισμάτων
    αιτιατική το άτμισμα τα ατμίσματα
     κλητική άτμισμα ατμίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άτμισμα < ατμίζω + -μα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική vape)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άτμισμα ουδέτερο

  • (νεολογισμός) το «κάπνισμα» ηλεκτρονικού τσιγάρου
    Είναι το άτμισμα μια καλύτερη εναλλακτική σε σύγκριση με το κάπνισμα; Οι απόψεις των ειδικών διίστανται -και η διάσταση γίνεται ακόμη μεγαλύτερη καθώς δεν έχουμε μακροπρόθεσμα στοιχεία ασφαλείας του e-τσιγάρου στα χέρια μας. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία