άρατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άρατος | η | άρατη | το | άρατο |
γενική | του | άρατου | της | άρατης | του | άρατου |
αιτιατική | τον | άρατο | την | άρατη | το | άρατο |
κλητική | άρατε | άρατη | άρατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άρατοι | οι | άρατες | τα | άρατα |
γενική | των | άρατων | των | άρατων | των | άρατων |
αιτιατική | τους | άρατους | τις | άρατες | τα | άρατα |
κλητική | άρατοι | άρατες | άρατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άρατος < μεσαιωνική ελληνική άρατος < αίρω
Επίθετο
επεξεργασίαάρατος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αίρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία άρατος
|