Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άκαπνος η άκαπνη το άκαπνο
      γενική του άκαπνου της άκαπνης του άκαπνου
    αιτιατική τον άκαπνο την άκαπνη το άκαπνο
     κλητική άκαπνε άκαπνη άκαπνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άκαπνοι οι άκαπνες τα άκαπνα
      γενική των άκαπνων των άκαπνων των άκαπνων
    αιτιατική τους άκαπνους τις άκαπνες τα άκαπνα
     κλητική άκαπνοι άκαπνες άκαπνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

άκαπνος < αρχαία ελληνική ἄκαπνος

  Επίθετο επεξεργασία

άκαπνος, -η, -ο

  1. που δεν παράγει καπνό όταν καίγεται
  2. που δεν έχει πολεμήσει στη ζωή του
  3. που δεν έχει καπνίσει για αρκετό διάστημα

  Μεταφράσεις επεξεργασία