Ψαρομύτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ψαρομύτα | οι | Ψαρομύτες |
γενική | της | Ψαρομύτας | των | (Ψαρομυτών) |
αιτιατική | την | Ψαρομύτα | τις | Ψαρομύτες |
κλητική | Ψαρομύτα | Ψαρομύτες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psa.ɾoˈmi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ψα‐ρο‐μύ‐τα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ψαρομύτα θηλυκό