Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χρυσούπολη οι Χρυσουπόλεις
      γενική της Χρυσούπολης* των Χρυσουπόλεων
    αιτιατική τη Χρυσούπολη τις Χρυσουπόλεις
     κλητική Χρυσούπολη Χρυσουπόλεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, Χρυσουπόλεως
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χρυσούπολη < αρχαία ελληνική Χρυσούπολις (χρυσός (χρυσού) + -πολη)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xɾiˈsu.po.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χρυ‐σού‐πο‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χρυσούπολη θηλυκό (και Χρυσούπολις)

  1. ονομασία αρχαίων πόλεων σε Θράκη και Βιθυνία
  2. κωμόπολη στην Καβάλα
  3. συνοικία του Περιστερίου, στην Αθήνα

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία