Χρυσουπολίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Χρυσουπολίτης < Χρυσούπολ(η) + -ίτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾi.su.poˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χρυ‐σου‐πο‐λί‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
Χρυσουπολίτης αρσενικό (θηλυκό Χρυσουπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατοικεί ή κατάγεται από τη Χρυσούπολη
Συγγενικά επεξεργασία
- χρυσουπολίτικος
- → και δείτε τη λέξη Χρυσούπολη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Χρυσουπολίτης
|