Χρυσοπολίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Χρυσοπολίτης < Χρυσόπολ(η) + -ίτης < χρυσο-, πολίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χρυσοπολίτης αρσενικό (θηλυκό Χρυσοπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Χρυσόπολη ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Χρυσοπολίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χρυσοπολίτης | οι | Χρυσοπολίτηδες |
γενική | του | Χρυσοπολίτη* | των | Χρυσοπολίτηδων |
αιτιατική | τον | Χρυσοπολίτη | τους | Χρυσοπολίτηδες |
κλητική | Χρυσοπολίτη | Χρυσοπολίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Χρυσοπολίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Χρυσοπολίτης < πατριδωνυμικό Χρυσοπολίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χρυσοπολίτης αρσενικό (θηλυκό Χρυσοπολίτη ή Χρυσοπολίτου)