Δείτε επίσης: χαλασμένη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χαλασμένη οι Χαλασμένες
      γενική της Χαλασμένης των Χαλασμενών
    αιτιατική τη Χαλασμένη τις Χαλασμένες
     κλητική Χαλασμένη Χαλασμένες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαλασμένη < χαλασμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χαλασμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.laˈzme.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χα‐λα‐σμέ‐νη

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χαλασμένη θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ΦΕΚ 196 Α, 2 Σεπτεμβρίου 1950