Χαλασμένη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Χαλασμένη | οι | Χαλασμένες |
γενική | της | Χαλασμένης | των | Χαλασμενών |
αιτιατική | τη | Χαλασμένη | τις | Χαλασμένες |
κλητική | Χαλασμένη | Χαλασμένες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Χαλασμένη < χαλασμένη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου χαλασμένος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xa.laˈzme.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐λα‐σμέ‐νη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΧαλασμένη θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Χαλασμένη