Δείτε επίσης: φύσκος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φύσκος οἱ Φύσκοι
      γενική τοῦ Φύσκου τῶν Φύσκων
      δοτική τῷ Φύσκ τοῖς Φύσκοις
    αιτιατική τὸν Φύσκον τοὺς Φύσκους
     κλητική ! Φύσκε Φύσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φύσκω
γεν-δοτ τοῖν  Φύσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Φύσκος < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Φύσκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. πόλη των Οζολαίων Λοκρών
  2. βουνό της Ιταλίας
  3. ποταμός της Ασίας, παραπόταμος του Τίγρη
  4. ανδρικό όνομα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία