Δείτε επίσης: Σβέτα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τσβέτα οι Τσβέτες
      γενική της Τσβέτας
    αιτιατική την Τσβέτα τις Τσβέτες
     κλητική Τσβέτα Τσβέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τσβέτα < (μεταγραφή) βουλγαρική Цвета, υποκοριστικό του Цветана (Τσβετάνα)

  Μεταγραφή

επεξεργασία

Τσβέτα θηλυκό