Τσβετάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τσβετάνα | οι | Τσβετάνες |
γενική | της | Τσβετάνας | — | |
αιτιατική | την | Τσβετάνα | τις | Τσβετάνες |
κλητική | Τσβετάνα | Τσβετάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τσβετάνα < (μεταγραφή) βουλγαρική Цветана
Μεταγραφή
επεξεργασίαΤσβετάνα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- Τσβέτα (υποκοριστικό)