Δείτε επίσης: Τσβέτα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σβέτα οι Σβέτες
      γενική της Σβέτας
    αιτιατική τη Σβέτα τις Σβέτες
     κλητική Σβέτα Σβέτες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Σβέτα < (μεταγραφή) ρωσική Света, υποκοριστικό του Светлана (Σβετλάνα)

  Μεταγραφή επεξεργασία

Σβέτα θηλυκό