Ανθούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ανθούλα | οι | Ανθούλες |
γενική | της | Ανθούλας | — | |
αιτιατική | την | Ανθούλα | τις | Ανθούλες |
κλητική | Ανθούλα | Ανθούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ανθούλα < Ανθ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /anˈθu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αν‐θού‐λα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑνθούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ανθή
Ανθούλα
|