↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Τρίστενο τα Τρίστενα
      γενική του Τρίστενου των Τρίστενων
    αιτιατική το Τρίστενο τα Τρίστενα
     κλητική Τρίστενο Τρίστενα
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τρίστενο < καθαρεύουσα Τρίστενον < σλαβικής προέλευσης Trђstenikђ. Μορφολογικά αναλύεται σε τρι- + στενό.[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɾi.ste.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρί‐στε‐νο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τρίστενο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Οικονόμου, Κώστας Ευ. (2002). Τα οικωνύμια του νομού Ιωαννίνων: γλωσσολογική εξέταση. Ιωάννινα: Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων. , σ. 233-234 Διαθέσιμο και σε αρχειοθετημένη έκδοση.