Δείτε επίσης: τρικέρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Τρίκερι τα Τρίκερια
      γενική του Τρικερίου των Τρικερίων
    αιτιατική το Τρίκερι τα Τρίκερια
     κλητική Τρίκερι Τρίκερια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τρίκερι < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈtɾi.ce.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρί‐κε‐ρι
τονικό παρώνυμο: τρικέρι

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τρίκερι ουδέτερο

  1. οικισμός της Μαγνησίας
  2. ονομασία νησίδων της Ελλάδας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία