Τουρκοχωρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Τουρκοχωρίτης < Τουρκοχώρ(ι) + -ίτης < Τούρκος, χωριό
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τουρκοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Τουρκοχωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Τουρκοχώρι ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τουρκοχωρίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τουρκοχωρίτης | οι | Τουρκοχωρίτηδες |
γενική | του | Τουρκοχωρίτη* | των | Τουρκοχωρίτηδων |
αιτιατική | τον | Τουρκοχωρίτη | τους | Τουρκοχωρίτηδες |
κλητική | Τουρκοχωρίτη | Τουρκοχωρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Τουρκοχωρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Τουρκοχωρίτης < πατριδωνυμικό Τουρκοχωρίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τουρκοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Τουρκοχωρίτη ή Τουρκοχωρίτου)