Τοπρακτσίογλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Τοπρακτσίογλου | οι | Τοπρακτσίογλοι & Τοπρακτσιογλαίοι |
οι | Τοπρακτσίογλου |
γενική | του/της | Τοπρακτσίογλου | των | Τοπρακτσίογλων & Τοπρακτσιογλαίων |
των | Τοπρακτσίογλου |
αιτιατική | τον/την | Τοπρακτσίογλου | τους | Τοπρακτσίογλους & Τοπρακτσιογλαίους |
τους/τις | Τοπρακτσίογλου |
κλητική | Τοπρακτσίογλου | Τοπρακτσίογλοι & Τοπρακτσιογλαίοι |
Τοπρακτσίογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τοπρακτσίογλου (άμεσο δάνειο) τουρκική Toprakçıoğlu < toprak (γη, χώμα, έδαφος) + -çı + -oğlu (-ογλου) < oğul (υιός)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤοπρακτσίογλου άκλιτο